- σκύβαλο(ν)
- τό1) мякина; высевки; 2) перен. никудышный, никому не нужный, никчёмный человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκύβαλο — το / σκύβαλον, ΝΜΑ 1. απόβλημα, απομεινάρι, σκουπίδι («τέφρης λοιπὸν ἔτι σκύβαλον», Φιλιππ.) 2. μτφ. άνθρωπος χωρίς καμιά αξία, χαμηλού ποιού, τιποτένιος (α. «αυτός έχει καταντήσει σκύβαλο» β. «ἄνδρα πολύκλαυτον ναυτιλίης σκύβαλον», Ηγήσιππ.)… … Dictionary of Greek
σκύβαλο — το 1. ό,τι μένει μετά το κοσκίνισμα του σιταριού: Μάζεψε τα σκύβαλα για τις κότες. 2. ό,τι πετιέται, σκουπίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασκυβάλιστος — η, ο (AM ἀσκυβάλιστος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν περιέχει σκύβαλα (για σιτηρά, καρπούς κ.λπ.) αρχ. μσν. εκείνος τον οποίο δεν τον αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση («ἀσκυβάλιστος Ἐκκλησία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκυβαλίζω «θεωρώ κάποιον ή κάτι ως… … Dictionary of Greek
περικάταγμα — τὸ, Α οτιδήποτε απομένει μετά από καθαρισμό και είναι για πέταμα, το απόβλημα, το σκύβαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κάταγμα «σπάσιμο κομμάτι, τεμάχιο»] … Dictionary of Greek
σκυβάλισμα — τὸ, Α [σκυβαλίζω] το σκύβαλο … Dictionary of Greek
σκυβαλίζω — και σκυβλίζω Α [σκύβαλον] 1. θεωρώ κάτι ως σκύβαλο, απορρίπτω με περιφρόνηση 2. βεβηλώνω, ατιμάζω, μιαίνω … Dictionary of Greek
σκυβαλώδης — ες, / σκυβαλώδης, ῶδες, ΝΑ [σκύβαλον] όμοιος με σκύβαλο, ευτελής … Dictionary of Greek
ψάχαλο — το, Ν 1. ψίχουλο 2. αποκοσκινίδι δημητριακών, σκύβαλο 3. σκουπιδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίχαλα / ψιχάλα, κατά τον φωνηεντισμό τού ψακάς] … Dictionary of Greek